Γυρνάω στο σπίτι και βρίσκω τη Στεφανία να παίζει με τον μπαμπά της («Μπα», του φωνάζει). Στον καναπέ, στην κουζίνα, στην αγκαλιά του. Είναι ήρεμη και γελάει, τον ταΐζει ρυζογκοφρέτα, του ζητάει να της διαβάσει («Μπα») ή να χορέψουν («Μπα»), κάθεται στο πόδι του και είναι ευτυχισμένη. Νιώθω τρελή χαρά. Και ευγνωμοσύνη. Και λίγη ζήλια. Και λίγη αγωνία. Και πολλές ενοχές.
Το γεγονός ότι ο Αλέξανδρος ήταν από την πρώτη στιγμή hands-on μπαμπάς (ακούγεται λίγο σαν το «χαζομπαμπάς», αλλά δεν έχει απαραιτήτως σχέση) ήταν από τα πράγματα που μας έδεσαν ακόμα περισσότερο μετά τον ερχομό της μικρής. Το γεγονός ότι είχε τη δυνατότητα (και, κυρίως, την όρεξη να δημιουργήσει αυτή τη δυνατότητα, γιατί δεν είναι ότι του έπεσε εξ ουρανού) να συνδυάσει τη φροντίδα της με τη δουλειά του από το σπίτι, για 5 ή και 9 ώρες κάθε μέρα, ήταν από τα μεγαλύτερα δώρα που θα μπορούσε να μου κάνει (και μιλάω για μένα, γιατί δεν μπορώ καν ν’ αρχίσω να φαντάζομαι πόσο σπουδαίο είναι αυτό για την ίδια τη Στεφανία): την πολυτέλεια του να ξέρεις ότι όσο λείπεις από το σπίτι το παιδί σου παίζει χαρούμενο με το μόνο άνθρωπο που είναι εξίσου κοντά της με σένα, μόνο με ένα βαθύ αναστεναγμό ανακούφισης μπορώ να την εκφράσω. Το γεγονός, δε, ότι δείχνει, παρά τις δυσκολίες του πράγματος, να το απολαμβάνει (κάτι που, για μας, κάνει το status quo όχι εκτροπή από την ομαλότητα αλλά συνειδητή καθημερινότητα) είναι απλά μαγικό.